σβίδος, ο, ουσ. [;], ιδίως εύχρ. στη φρ. ζητώ σβίδο, (στη γλώσσα της αργκό) προκαλώ κάποιον για καβγά, επιδιώκω καβγά: «μόλις πιει λίγο παραπάνω, έχει την εντύπωση πως όλοι ασχολούνται μαζί του και με το παραμικρό ζητάει σβίδο».